- εφελκυσμός
- Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους.
* * *ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω]έλξη, προσέλκυση, τράβηγμανεοελλ.(μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης ενός υλικού που υποβάλλεται στην επίδραση μιας δύναμης η οποία ενεργεί κατά τον άξονά του και τείνει να τό επιμηκύνειαρχ.εκμύζηση.
Dictionary of Greek. 2013.